- κοσμητεία
- η (Α κοσμητεία) [κοσμητεύω]νεοελλ.το αξίωμα ή η χρονική διάρκεια τής αρχής τού κοσμήτορααρχ.το αξίωμα τού κοσμητή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμητεία — η το αξίωμα του κοσμήτορα (βλ. λ.) και ο χρόνος της αρχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Христоманос, Анастасиос — Анастасиос Христоманос греч. Αναστάσιος Χρηστομάνος Дата рождения: 8 марта 1841(1841 03 08) Ме … Википедия